- φορβαδικός
- φορβ-ᾰδικός, ή, όν,A characteristic of the 'herd',
ὅσον ἔνεστι τῇ ψυχῇ φ. καὶ ἀγελαῖον καὶ ἀξύνετον λόγου Plu.2.713b
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὅσον ἔνεστι τῇ ψυχῇ φ. καὶ ἀγελαῖον καὶ ἀξύνετον λόγου Plu.2.713b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φορβαδικόν — φορβαδικός characteristic of the herd masc acc sg φορβαδικός characteristic of the herd neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)